Αυλές, ράγες, έρημοι δρόμοι, γειτονιές, καφενεία, γραφεία, στρατόπεδα, λεωφορεία σκοτεινά, παλιά τετράδια, περιοδικά, εφημερίδες, λαχεία, σκισμένα χαρτιά∙ μ’ αυτά και άλλα ταπεινά υλικά δείχνει να συναρμολογεί τις ιστορίες του ο Σαμαράκης σ’ αυτό το πιο τρυφερό και ίσως πιο σπαρακτικό απ’ όλα τα βιβλία του.
Οι ιστορίες στο Ζητείται Ελπίς είναι παραπάνω από συγκινητικές. Έτσι ίσως εξηγείται που απ’ το σύνολο του έργου του αυτές εδώ οι ιστορίες έχουν διαβαστεί από όλους όσοι υπήρξαν παιδιά και επιμένουν να διασώζουν μέσα τους την παιδικότητα του φρονήματος, του δέους, και της αγάπης για τον κόσμο και τα πράγματα. Αλλά είναι και απεγνωσμένες αυτές οι ιστορίες με τα χιόνια και τα τρένα και τις ομίχλες, και γι’ αυτό έχουν την εντιμότητα, αλλά και το δικαίωμα και τη γενναιότητα να ζητούν ελπίδα αυθεντική και ακέραιη, αυτή που ο άνθρωπος τη ζητά μόνο όταν απελπιστεί, μόνο όταν κοιτάξει κατάματα το ζόφο της απόγνωσης.
Στο ομότιτλο διήγημα, ένας τέτοιος άνθρωπος, ένας εκλεκτός της απόγνωσης, μπαίνει στο καφενείο και σ’ ένα σκισμένο χαρτί τολμά και γράφει: «Ζητείται ελπίς».
Μήπως αυτός ο άνθρωπος δεν είναι ήδη ο Αντώνης Σαμαράκης;
Μήπως δε συνοψίζεται όλο το έργο του σε αυτό το βαθιά ανθρώπινο, αποφασιστικό και αδιαπραγμάτευτο αίτημα για ελπίδα και πίστη και αγάπη για τον άνθρωπο όλων των εποχών και όλων των τόπων;