Στο χρυσαφένιο δειλινό, στον Τάμεση απαλά κωπηλατούμε
κι οι τρεις μικρές μου φίλες μού ζητούν μια ιστορία να πούμε.
«’Aντε λοιπόν! Ξεκίνα να μας λες» φωνάζει ανυπόμονα η πρώτη.
Η δεύτερη ζητά να είναι ιστορία τρελούτσικη. Η τρίτη όλο τη διακόπτει.
Σε κείνη τη βαρκάδα είναι που γεννήθηκε τούτη η παράξενη Χώρα των Θαυμάτων,
αστεία, παράλογη μα και σοφή, πατρίδα των πιο αλλόκοτων πλασμάτων.
Κι εσύ, Αλίκη μου αληθινή, τώρα που η ιστορία σου είναι έτοιμη, γραμμένη
στην παιδική καρδιά σου κράτα τη, σαν δώρο και σαν όνειρο, για πάντα φυλαγμένη.