Συνήθως φορούσε μια κόκκινη ρόμπα με σατέν γιακά. Μάζευε τα μαλλιά της πίσω και τα στερέωνε με φουρκέτες σ΄ έναν κότσο, σαν στεφάνι, λίγο πιο πάνω από το σβέρκο της. Ήταν ψηλή και λεπτή. Κι είχε ένα βλέμμα γεμάτο κίτρινα φύλλα. Κάποιο σταχτί απόγευμα του Σεπτέμβρη ήρθε κοντά μου, εκεί που χάζευα στα παρτέρια της αυλής, μου χάιδεψε το κεφάλι και μου είπε: «Τα λουλούδια μεγαλώνουν με τα τραγούδια των πουλιών». Ήμουν δεν ήμουν οχτώ χρονών. Ύστερα μπήκε μέσα, άνοιξε το ραδιόφωνο κι έκλεισε την πόρτα της. Έτσι έκανε. Πετούσε μια κουβέντα και μετά χανόταν… Έμπαινε στο σύννεφό της και ταξίδευε… «Δε μας μεγάλωσε κανονικά», έλεγε αργότερα ο αδελφός μου ο Τζόνυ. «Δε μας έδωσε οδηγίες σωστής πλοήγησης». «Μας εξασφάλισε εισιτήριο διαρκείας για το πλεούμενο της χίμαιρας», του απαντούσα εγώ. «Λίγο το ‘χεις;»… Την αγαπούσε πολύ. Τη λαχταρούσε. Την απαιτούσε ώρες ώρες. Κι εγώ την αγαπούσα. Περίεργο, αλλά την αγαπούσα για όλα όσα δε μας έδωσε. Για όσα μάς έδωσε τη μισούσα. Η μάνα μας, η Ερασμία! Όταν ένας άνθρωπος έχει ενδώσει εντελώς στο πάθος του, είναι μάταιο να προσπαθείς να του αλλάξεις τακτική. Είναι όπως ακριβώς ο τζόγος. Όσο χάνεις, τόσο κολλάς. Έχει μια περίεργη γλύκα η αυτοκαταστροφή.
Ένα μυθιστόρημα που ξεχειλίζει από γυναικεία ευαισθησία.