Σύνοψη του βιβλίου “Ιμαρέτ”
Άρτα 1854, Οθωμανοκρατία. Δυο αγόρια, που μέλλει να γίνουν αδελφικοί φίλοι, γεννιούνται την ίδια νύχτα, ο Λιόντος και ο Nετζίπ. Το μυθιστόρημα παρακολουθεί διαδοχικά και από τη σκοπιά του καθενός τη ζωή τους σε ήρεμους χρόνους, αλλά και σε καιρούς εντάσεων και επαναστάσεων, αναπαριστώντας με μοναδικό τρόπο μια ολόκληρη εποχή.
Αλληλοδιδακτικό σχολείο, παιγνιώδεις φάρσες στον διά βίου ορκισμένο εχθρό τους Φάσγανο, οι δίδυμοι Εβραίοι Γιοσέφ και Μεναχέμ, ο έρωτας που και για τους δύο φίλους θα έχει απρόσμενη εξέλιξη, οι μορφές των δύο μανάδων της Αγνής και της Σαφιγιέ, η κοσμοπολίτισσα Αναστασία, χοροεσπερίδες, Καφέ Αμάν, πετροπόλεμος, Ραμαζάνι, χαμάμ, τούρκικος Καραγκιόζης, πορνεία, αφορισμοί, κολίγοι, τσιφλικάδες, μάγκες της εποχής, εθνικισμός και μισαλλοδοξία, πλούτος και εξαθλίωση, γλυκιά και πικρή ζωή. Όλα έχουν θέση στο ιμαρέτ του Θεού, όπως λέει ο παππούς Ισμαήλ, ο θυμόσοφος, ανθρωπιστής και προεξάρχων του χορού των ηρώων, που καταδικάζει με σκωπτικό τρόπο την ανθρώπινη ματαιοδοξία και τις μικροπρεπείς συμπεριφορές.
Στη σκιά του ρολογιού που χτυπά τις οθωμανικές ώρες, Έλληνες, Οθωμανοί και Εβραίοι καταφέρνουν, σε πείσμα των όποιων εξουσιών απεργάζονται τη διχόνοια και παρά τις διαφορές τους να συνυπάρξουν, να ονειρεύονται, να ελπίζουν, να ερωτεύονται και να αναπτύξουν στέρεες σχέσεις φιλίας.
…και δυο λόγια από τον συγγραφέα
“Άραγε ποια είναι η γνώση της ζωής, που απέκτησε ο αιωνόβιος (και αθυρόστομος ενίοτε) Ισμαήλ μπέης; Όσο κι αν φαίνεται οξύμωρο, η γνώση της ζωής ταυτίζεται με τη συνειδητοποίηση του θανάτου και της ασημαντότητάς μας. «Κάθε μάνας γέννα, πεσκέσι του θανάτου», λέει ο παππούς Ισμαήλ. Κοντολογίς, όλη η ύπαρξή μας είναι ένα στιγμιαίο πέρασμα μπροστά στον αδηφάγο χρόνο και τη ροή του ποταμού της ανθρώπινης ιστορίας. Η διαπίστωση όμως αυτή, της ανθρώπινης ματαιότητας, τον οδηγεί και στην καταδίκη της ματαιοδοξίας. Βαθύτατα ανθρωπιστής διακηρύσσει: «Ένα ιμαρέτ είναι η γη. Το ιμαρέτ του Θεού. Κι εμείς οι φτωχοί, τα ορφανά και οι ταξιδιώτες της ζωής, που μας φιλοξενεί. Μας τρέφει, μας ανοίγει την αγκαλιά του, μας δέχεται και μας επιτρέπει ν’ απολαύσουμε και να χαρούμε τη ζωή. Κι εμείς θαρρούμε πως το διαφεντεύουμε. Το μοιράσαμε, είπαμε “αυτός ο τόπος δικός μας, εκείνος δικός σας” κι ύστερα ορμήσαμε ο ένας στον τόπο του άλλου, χωρίς να νογάμε ότι δεν ανήκει σε κανέναν. Μας άφησε ο Θεός αυτό το ιμαρέτ να το διαχειριστούμε κι εμείς αρπάζουμε, κλέβουμε, αδικούμε, εκμεταλλευόμαστε, διεκδικούμε όλο και περισσότερα, μέχρι την ώρα που θα επιστρέψουμε το τομάρι μας εκεί όπου ανήκει, στο χώμα».”
Γιάννης Καλπούζος