Ο Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος ήλθε στην Ελλάδα το 1910 ως ο πολυαναμενόμενος «Μεσσίας» και ανέβηκε τάχιστα τα σκαλοπάτια της πολιτικής εξουσίας χάρη σε ένα μαζικό κίνημα διαμαρτυρίας, το οποίο είχε έντονα λαϊκίστικα χαρακτηριστικά και έμεινε στη μνήμη ως «επανάστασις». Παρότι ο ίδιος δήλωσε εξαρχής πολέμιος του λαϊκισμού, της «δημαγωγίας» και του «τυχοδιωκτισμού», η πρώτη πολιτική επιτυχία του στην Ελλάδα οφείλεται στο μεγάλο αυτό ρεύμα διαμαρτυρίας, που διατάραξε το πολιτικό σύστημα. Καταλυτικό ρόλο σε αυτή την πολιτική αλλαγή έπαιξε ο στρατός, που αναμείχθηκε ενεργά στα δημόσια πράγματα, αλλά και η «ατυχία» της Ελλάδας στο εθνικό της ζήτημα (1897). Η άνοδος του Βενιζέλου στην εξουσία εντάσσεται μάλιστα σε ένα γενικότερο ρεύμα ανάδυσης μιας νέας γενιάς χαρισματικών ριζοσπαστών πολιτικών (όπως ο Κλεμανσώ στη Γαλλία και ο Giovanni Giolitti στην Ιταλία), οι οποίοι αναρριχήθηκαν στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής των κρατών της Νοτίου Ευρώπης στο τέλος της πρώτης και στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα μετά από σοβαρές «ατυχίες» των χωρών τους στο εξωτερικό πεδίο.
Κατά την πολιτική του σταδιοδρομία ο Ελευθέριος Βενιζέλος κινείτο διαρκώς μεταξύ της μεταρρύθμισης και της επανάστασης. Δεν είναι τυχαίο ότι οι βιογράφοι του αφηγούνται την πορεία του μέσα σε έναν επαναστατικό κύκλο, ο οποίος ανοίγει το 1905 (στο Θέρισο) και κλείνει τον Μάρτιο του 1935. Ο ίδιος μάλιστα αρέσκετο να δηλώνει «επαναστάτης κατ’ επάγγελμα» κατά της συντεταγμένης εξουσίας και του δεσποτισμού του Στέμματος. Αφετηρία των επαναστάσεών του έως το 1922 ήταν το εθνικό ζήτημα. Η βαθιά ρήξη του με το Στέμμα το 1915-17, που έμεινε ιστορικώς γνωστή ως «Εθνικός Διχασμός», είχε χαρακτηριστικά αντίστοιχα με την κρίση του interventismo και του neutralismo, η οποία συντάραξε τη γειτονική Ιταλία (1914-15). Ο ριζοσπαστισμός και ο οξύς πολιτικός λόγος του Βενιζέλου μετέτρεψε την κυβερνητική («υπουργική») αυτή κρίση σε πολιτειακή.
Παρά το επαναστατικό προφίλ του, στη συνταγματική πράξη ο Βενιζέλος ήταν ωστόσο εις άκρον ρεαλιστής και γνώριζε να κάνει μείζονες συμβιβασμούς με το Στέμμα και τη δυναστεία, όπως συνέβη το 1910-11 και το 1917, όταν οι θεμελιώδεις πολιτειακές μεταρρυθμίσεις υπήρξαν περιορισμένες.