Η Annie Ernaux προσπαθεί να ανακαλύψει τα διαφορετικά πρόσωπα και τη ζωή της μητέρας της, που πέθανε εξασθενημένη από μια αρρώστια που κατέστρεψε τη μνήμη της και της στέρησε τη σωματική και πνευματική της ακεραιότητα. Να ανασυνθέσει τη ζωή αυτής της γυναίκας που υπήρξε η μητέρα της, μιας γυναίκας δραστήριας και ανοιχτής απέναντι στον κόσμο, που δούλεψε ως εργάτρια πριν ανοίξει το δικό της κατάστημα, που αγωνιούσε να διατηρήσει τη θέση της στην κοινωνία, που ήταν μανιώδης αναγνώστρια και πίστευε ότι «για να ανελιχθείς πρέπει πρώτα να μάθεις». Καλείται όμως να αντιμετωπίσει και τα αντιφατικά αισθήματα που πολλές φορές νιώθει μια κόρη για τη μητέρα της: αγάπη και μίσος, ενοχή, τρυφερότητα, ενόχληση, τη σπλαχνική και σιωπηλή προσκόλληση στην ηλικιωμένη γυναίκα που δεν ζει πια.
Στο βιβλίο της “Ο τόπος” η συγγραφέας μιλάει για τον πατέρα της. Οι δύο ιστορίες αλληλοσυμπληρώνονται, αλλά φωτίζονται διαφορετικά. Η γραφή της Ernaux, ακριβής και σαφής, επαναφέρει με τρόπο σαρωτικό τη μητέρα αυτή που για την κόρη της ήταν η προσωποποίηση του Χρόνου και της κοινωνικής συνθήκης της καταγωγής: «Έχασα τον τελευταίο δεσμό που είχα με έναν κόσμο στον οποίο δεν ανήκω πια».