«Σαντέ ήταν το πρώτο τσιγάρο μου και λικέρ τριαντάφυλλο το πρώτο πιοτί μου. Και όνομα και φίλους και άντρες και τόπους και μυαλά και γνώμη τα άλλαξα και τα παράλλαξα. Τσιγάρο και λικέρ ποτές», μου ’πε η Ζαχαρώ, σφίγγοντας το κόκκινο φουστάνι της νιότης της στα γέρικα μπράτσα της και ύστερα άρχισε να μου εξηγεί τι σήμαινε να είσαι το ’33 κορίτσι στο Γκουλέμα Ρέκα, στα ριζά του Βερμίου.
Κι έτσι γνώρισα τους χίλιους εαυτούς της. Τη Ζαχαρώ με τα κόκκινα, που βγήκε αφύλαχτη στη ζωή και την κατασπαράξανε λύκοι και κυνηγοί. Την Τρελοζαχαρώ, που τίναξε στον αέρα τη ζωή της σαν τη στάχτη του Σαντέ της για έναν έρωτα. Τη Ζαχαρώ την κόρη, που πικραινόταν όταν ξέχασε η μητέρα της το όνομά της. Τη Ζαχαρώ τη μάνα, που μύριζε το ζιπουνάκι της κόρης της για να μπορεί να αντέχει την απουσία της. Τη Ζαχαρώ τη δανεική σ’ όποιον άντρα τής έδινε το αντίτιμο του κορμιού της. Τη Ζαχαρώ την τρομαγμένη κάθε φορά που κατέβαινε η πετούγια της κάμαράς της στο μισοσκόταδο.
Τη Ζαχαρώ τη γυναίκα, εντέλει, που έκανε όνειρα αιρετικά για το φύλο της και κατάφερε να γίνει πεταλούδα, έστω και με φτερούγες τσακισμένες, σε έναν κόσμο που οι γυναίκες ήτανε καταδικασμένες να μείνουν για πάντα κάμπιες…
Μια ζωή σκληρή όσο οι προκαταλήψεις…
Πικρή σαν το άφιλτρο Σαντέ…
Φλογερή σαν το λικέρ τριαντάφυλλο…