ΣΜΥΡΝΗ 1913.Η Μαργή, πληροφοριοδότρια των Βρετανών, αισθάνεται τα δάχτυλα του Τούρκου διώκτη της να σφίγγουν τον λαιμό της, την ανάσα της να κόβεται. Η εντεκάχρονη κόρη της Διδώ, με τα παράξενα μάτια που όλοι τα κοροϊδεύουν και τα φοβούνται, τίθεται μαζί με τον αδελφό της υπό την προστασία του λεβαντίνου Έντουαρντ, συνεργάτη της Βρετανικής Μυστικής Υπηρεσίας. Εκείνος θα αντιληφθεί την ιδιαίτερη ευφυΐα της και θα αναλάβει να της προσφέρει, μέσα στα επόμενα χρόνια, όλα τα εφόδια που θα τη μετατρέψουν σε πολύτιμη κατάσκοπο, ενώ παράλληλα προσπαθεί να κρύψει το ανόσιο αίσθημα που γεννιέται για την προστατευόμενή του.
Η μέρα της φωτιάς και της καταστροφής θα σημαδέψει για πάντα τη Διδώ. Κουβαλώντας βαριές απώλειες στις αποσκευές της, θα πάρει τον δρόμο της προσφυγιάς, δημιουργώντας μια νέα ζωή στην Ελλάδα, σε έναν τόπο που ταλανίζεται από τα δικά του προβλήματα.
Ένα πιάτο που ράγισε στο ταξίδι για τη νέα πατρίδα θα υπενθυμίζει σε όλους πως ό,τι σπάει ξανακολλάει και ό,τι καταστρέφεται μπορεί να φτιαχτεί από την αρχή.
Ένα μυθιστόρημα πλημμυρισμένο από τους ηδονικούς αναστεναγμούς της Σμύρνης πριν από την Καταστροφή, τους ψιθύρους των μυστικών υπηρεσιών που έδρασαν τότε εκεί και τον έρωτα που μπορεί να γεννηθεί από δυο μάτια διαφορετικού χρώματος.