Το φθινόπωρο του 1949 η Αγγελική εγκαταλείπει το νησί της χωρίς ν’ αφήσει ίχνη κι αλλάζει τη ρότα της ζωής της για πάντα. Πολλά χρόνια αργότερα, αφήνει στη συνονόµατη εγγονή της έναν φάκελο µε τρία κλειδιά κι ένα γράµµα: «…Εκτός από το σπίτι στο νησί, σου κληροδότησα κάτι ακόµη, που θα το ανακαλύψεις όταν κοιτάξεις µε τα µάτια της ψυχής σου. Τα κλειδιά ξεκλειδώνουν το δικό µου παρελθόν και το δικό σου µέλλον. Πήγαινε στο νησί. Εκεί θα βρεις τις απαντήσεις…»
Το ταξίδι της εγγονής στο νησί θα µετουσιωθεί σε ταξίδι αποκάλυψης. Εκείνο το καλοκαίρι θα ανακαλύψει το απόκρυφο παρελθόν της γιαγιάς, θα µάθει ποια ήταν η αινιγµατική γυναίκα που άφησε στον τόπο ανεξίτηλο το σηµάδι της. Ταυτόχρονα θα εµβαθύνει στον εαυτό της και θα χαράξει τον δικό της δρόµο, αναζητώντας τον αληθινό έρωτα, τον µοναδικό, που στο πέρασµα των αιώνων παραµένει αναλλοίωτος.
Ένα µυθιστόρηµα που εκτυλίσσεται παράλληλα σε δύο διαφορετικούς χρόνους και εκτείνεται σε έναν αιώνα, ξεδιπλώνοντας παλιές και καινούριες ανθρώπινες ιστορίες.
Πήγε µέχρι την άκρη του δωµατίου, εκεί που στεκόταν η παλιά κασέλα. Την ξεκλείδωσε και έβγαλε από µέσα τη νυφική της φορεσιά. Χάιδεψε µε τα δάχτυλα τα πολύχρωµα λουλούδια, ταξίδεψε µε τον νου πίσω στον χρόνο. Θυµήθηκε το κορίτσι που ήταν κάποτε, µε πόσα όνειρα και λαχτάρα είχε περάσει εκείνες τις ώρες καθισµένη δίπλα στη γιαγιά της, να κεντήσουν µία µία τις βελονιές. Σκούπισε τα βουρκωµένα της µάτια κι ανασκουµπώθηκε. Πέρασε απ’ το κεφάλι της τα τέσσερα µεσοφόρια και τη λευκή πουκαµίσα µε τα χρυσοκέντητα µανίκια. Την ίσιωσε προσεκτικά στο στήθος να ξεχωρίζουν τα νυφικά στολίδια κι έπειτα φόρεσε ευλαβικά το µαύρο νυφικό της φόρεµα. Της έµενε µόνο η βέρα, αυτή που είχε σκαλισµένο το δικό του όνοµα. Την έπιασε τρέµουλο καθώς την πέρασε στο δάχτυλο δίπλα στην άλλη, συλλογιζόταν τη ζωή της που µοιράστηκε σε δυο διαφορετικούς κύκλους. Τον έναν τον είχε κλείσει, τώρα ζύγωνε η ώρα να ενώσει τον άλλο.