Ο Μανωλιός, η Δήμητρα κι ο Γιάννης
αντάμωσαν σε δύσκολους καιρούς.
Πες μου, ζωή, γιατί στο τέλος κάνεις
τους πιο γλυκούς δεσμούς λυπητερούς;
Τρία παιδιά –τραυματισμένα κι εξόριστα, χαμίνια του δρόμου– γνωρίζονται, φωλιάζουν σε μια κατάληψη των Εξαρχείων και γίνονται αδέρφια.
Αρχές του ’90, κι η Αθήνα ξέφρενη: ποτάμια πλούτου από τη μια, απόγνωση της νύχτας απ’ την άλλη. Πρέζα, πεζοδρόμιο, μαχαιρώματα, άγρια φτώχεια.
Οι τρεις φίλοι παλεύουν να ζήσουν τη νιότη τους, μα ο κίνδυνος πλανιέται ολόγυρα: αδίστακτα αφεντικά και πελάτες, εχθροί των καταλήψεων, ένας καθ’ έξιν δολοφόνος φάντασμα που ’χει βαλθεί να καθαρίσει την πιάτσα – και πάνω απ’ όλα, κρυμμένο παντού, το φάσμα του έιτζ, πεινασμένο για κορμιά που πονούν για έρωτα.
Είκοσι πέντε χρόνια μετά, το μόνο μέλος της παρέας που επέζησε μας ιστορεί τις αλησμόνητες εκείνες εποχές, συνομιλώντας με τους χαμένους φίλους.
Μια ιστορία για τη νοσταλγία και τον καημό της αδικημένης νεότητας, ένας ύμνος στην άσβεστη φλόγα της φιλίας.
Ακόμα κι όταν κλαίω και πονάω τους φίλους που κοιμούνται δεν ξυπνάω.
Ένα μυθιστόρημα παρέας, γέλιων και δακρύων. Φίλος θα πει η καρδιά σου σ’ άλλο στήθος.