Ήταν τα χρόνια της αποικιοκρατίας, που οι σκλαβωμένοι λαοί αποζητούσαν την ελευθερία τους….
Ο Νικηφόρος και η Ναυσικά, από μικρά παιδιά ένιωθαν μια ιδιαίτερη συμπάθεια ο ένας για τον άλλον, που σταδιακά μεταμορφωνόταν σε κάτι πιο βαθύ, πιο ωραίο και πιο μεγάλο.
Καθώς μεγάλωναν έκαναν χιλιάδες όνειρα για το μέλλον. Όμως ίσως η μοίρα, ο Θεός ή το Σύμπαν να συνωμότησαν εναντίον τους. Ίσως ακόμα να ήταν οι συγκυρίες και τα γεγονότα που εναντιώθηκαν στην ευτυχία τους.
Ο Νικηφόρος στα δεκαεφτά του χρόνια αναγκάστηκε να βγει αντάρτης στα βουνά και η Ναυσικά έμεινε ξαφνικά μόνη. Εκείνη τη νύχτα του φθινοπώρου που πήγε κρυφά να τη συναντήσει, θα έμενε αξέχαστη και για τους δύο. Όμως, όταν ήρθε το ξημέρωμα, η Ναυσικά τρόμαξε. Και από τότε ζούσε κάθε στιγμή μέσα στην αγωνία και τον φόβο μέχρι που τα πρώτα σημάδια της εγκυμοσύνης τη γέμισαν απελπισία.
Η μοίρα της Ναυσικάς ήταν άρρηκτα δεμένη με την περιπέτεια και τη μοίρα της πατρίδας. Το ίδιο και του Νικηφόρου. Γύρω από τον Άνεμο, όπως ήταν πλέον το όνομά του, υφαινόταν μια ίντριγκα σαν ιστός αράχνης. Ένας συναγωνιστής του τον κατηγόρησε για προδοσία και τον οδήγησε στα χέρια των Βρετανών. Έχασε την τιμή και την υπόληψή του, περιφρονήθηκε από την κοινωνία κι αδικήθηκε στη ζωή του. Έτσι, εκείνος ο μεγάλος έρωτας, δεν έμελλε να ευδοκιμήσει.
Θα μπορούσε άραγε κάποιος να αλλάξει τη ζωή του, όταν ένα αόρατο χέρι καθορίζει τα πάντα;