Η ζωή της Κωνσταντίνας ήρθε τα πάνω κάτω όταν χώρισαν οι γονείς της και από τη φιλική ατμόσφαιρα της καθημερινής ζωής στη Γερμανία, την έστειλαν να ζήσει με τη γιαγιά της στην Κυψέλη. Όμως την Κωνσταντίνα δεν τη νοιάζει τίποτα πια. Ας είναι καλά ο Λουμίνης και τα γαλάζια θαυματουργά χαπάκια που τη στέλνουν μια στα ουράνια και μια στον γκρεμό κι ύστερα… δεν υπάρχει επιστροφή. Ή μήπως υπάρχει;«Μα δεν πήρες είδηση τίποτα;» «Όχι, Φάρμουρ,τίποτα.»
Η Κωνσταντίνα, όταν μετακόμισε με τους γονείς της στη Γερμανία, ήταν τόσο ευτυχισμένη με την καινούρια της ζωή, που ποτέ δεν της πέρασε από τον νου πως μια μέρα θα άλλαζαν όλα. Καταπληκτικό σχολείο, νέοι φίλοι, βόλτες και ζεστή σοκολάτα τα απογεύματα με τον μπαμπά, παγοδρόμιο. Ώσπου μια μέρα της το ανακοίνωσαν: οι γονείς της θα χώριζαν τελεσίδικα και ήταν καλό γι’ αυτήν να επέστρεφε στην Ελλάδα όπου θα έμενε για λίγο καιρό με τη γιαγιά της, τη Φάρμουρ. Όχι, δεν ήταν αυτό το πραγματικό όνομα της κυρίας Ισμήνης: Φάρμουρ, τη φώναζε η Κωνσταντίνα στα σουηδικά.
Μα πώς γκρεμίστηκαν όλα; Χωρίς δικό της μεγάλο χώρο, χωρίς πουπουλένιο πάπλωμα, χωρίς δικό της γραφείο, χωρίς κλειδιά δεν μπορεί να αντέξει άλλο την γκρίνια της γιαγιάς της και έχει βαρεθεί να ακούει ξανά και ξανά τις ιστορίες που της διηγείται μαζί με τις τρεις αχώριστες φίλες της για την Κατοχή και την Αντίσταση. Εκείνη ποιος θα την καταλάβει;
Ας είναι καλά ο Λουμίνης, ένα μεγαλύτερο αγόρι από το νέο της σχολείο, και το θαυματουργό γαλάζιο χαπάκι που την κάνει να τα ξεχνάει όλα και να μην τη νοιάζει τίποτα: ούτε ο χωρισμός των γονιών της και οι καινούριες τους οικογένειες ούτε η δύσκολη συμβίωση με τη γιαγιά της. Και μετά όμως τι; Ακόμα ένα χαπάκι κι άλλο ένα κι άλλο ένα… και η Κωνσταντίνα μια στα ουράνια και μια στον γκρεμό, στο δικό της σύμπαν όπου κυριαρχεί το ψέμα, παγιδευμένη στις αράχνες της να παλεύει με χέρια και με πόδια να ξεμπλεχτεί και να μην μπορεί. Ή μήπως μπορεί;