Με λένε Σπύρο. Σπύρο Ρούσση. Μένω στον Μαραθώνα. Τον γνωρίζω σαν την παλάμη μου. Απ’ άκρη σ’ άκρη. Σήμερα, 27 Μαρτίου του 1896, κάτι πολύ παράξενο γίνεται. Γάμος; Ποιος να παντρεύεται; Θέλω να μάθω. Είμαι και περίεργος!
Χαμός στο χωριό! Έλληνες, ξένοι, άλογα, κότες, κλωσόπουλα, γάιδαροι, γέροι, γριές, όλοι στους δρόμους… κι επίσημοι… Ποπό, θεούλη μου! Γέμισε ο Μαραθώνας κόσμο!
Γίνονται αγώνες, μαθαίνω. Αγώνες! Τι αγώνες; Σαν αυτούς τους αγώνες με τους Τούρκους ή μήπως σαν τους άλλους, τους παλιούς, με τους Πέρσες; Μπερδεύτηκα… Τι σόι Τούρκοι είναι ετούτοι οι Πέρσες;
Ολυμπιακοί αγώνες, λένε. Μαραθώνιος δρόμος. Ο πρώτος μαραθώνιος. Πρέπει οπωσδήποτε να δω τον αγώνα. Να πάω πίσω από τους δρομείς.
Θα τα καταφέρω; Ποιος θα κερδίσει; Εγώ λέω ο συνονόματός μου, ο Σπύρος, ο Σπύρος ο Λούης. Έχει κάτι μουστάκια ο άτιμος… αυτός θα κερδίσει!