Όταν άνοιξε τα μάτια της ήταν ήδη οι πρώτες ώρες της αυγής. Το σκοτάδι είχε αρχίσει να χάνει την απόλυτη ως τώρα κυριαρχία του, λες και κάποιος ζωγράφος είχε πάρει την απόφαση να προσθέσει λίγο φως σε έναν πολύ σκούρο καμβά, ξεκινώντας από κάτω προς τα πάνω. Το φως κέρδιζε σιγά, αλλά σταθερά τη μάχη με το σκοτάδι. Ήταν μια από τις εκατομμύρια μάχες του σε έναν προαιώνιο πόλεμο ανάμεσά τους. Ποτέ κανείς τους δεν υποχωρούσε και σε κάθε ξαπόσταμα του ενός, ο άλλος έβρισκε πάντα την ευκαιρία να υπερτερήσει.
Η Σοφία δεν φοβόταν το σκοτάδι πια… τώρα τα ταξίδια του ονείρου της δεν την οδηγούσαν πάντα σε εφιάλτες. Ο ήχος της απαλής, αλλά ρυθμικής βροχής που έπεφτε έξω έφτανε στα αυτιά της σαν ένα υπέροχο τραγούδι που μόλις είχε συνθέσει μόνο γι’ αυτήν ένας πολύ ταλαντούχος συνθέτης. Ήταν μια πολύ γλυκιά μελωδία από πολλά και διαφορετικά όργανα, έτσι όπως ακούγονταν καθώς έπεφτε πάνω στην άσφαλτο, στις τέντες, στους κάδους, στα αυτοκίνητα και στα φυλλώματα των δέντρων. Μια μελωδία αποπλάνησης που την οδηγούσε ξανά σε ένα ταξίδι στο παρελθόν, και αυτή τη φορά ένιωθε ότι θα ήταν ένα εύκολο ταξίδι.
Tώρα πια καμιά ανάμνηση δεν θα μπορούσε να τη γεμίσει ακόμα περισσότερο με μίσος. Τίποτα πια δε θα τη βούλιαζε πιο βαθιά στον απόλυτο φόβο, που τρεφόταν μέσα της χρόνια τώρα, από μια άγνωστη απειλή για την ίδια της τη ζωή. Ένιωθε έτοιμη πλέον και ήθελε να τα θυμηθεί όλα απ’ την αρχή ως το τέλος. Ήθελε να το παλέψει, να το νικήσει, να μπορέσει επιτέλους να συνεχίσει τη ζωή της χωρίς αυτό. Να μάθει την αλήθεια, να βρει τον ένοχο και να τον κάνει να πληρώσει.
Ίσως έτσι να έκλειναν και οι πληγές. Ίσως έτσι να σκόρπιζαν οι εφιάλτες. Ίσως έτσι να λυτρωνόταν..